douse$22813$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

douse$22813$ - translation to ελληνικό

PRACTICE OF MAKING SOMETHING OR SOMEONE WET BY THROWING LIQUID OVER THEM
Douse; Douses; Doused; Douser; Dousers
  • Dousing after banya. Russia

douse      
v. βουτώ, βρέχω, βρέχομαι

Ορισμός

douse
also dowse (douses, dousing, doused)
1.
If you douse a fire, you stop it burning by pouring a lot of water over it.
The pumps were started and the crew began to douse the fire with water.
VERB: V n
2.
If you douse someone or something with a liquid, you throw a lot of that liquid over them.
They hurled abuse at their victim as they doused him with petrol.
VERB: V n with/in n

Βικιπαίδεια

Dousing

Dousing is the practice of making something or someone wet by throwing liquid over them, e.g., by pouring water, generally cold, over oneself. A related practice is ice swimming. Some consider cold water dousing to be a form of asceticism.